- μικροφωνίᾳ
- μικροφωνίᾱͅ , μικροφωνίαweakness of voicefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικροφωνία — μικροφωνία, ἡ (Α) [μικρόφωνος] ισχνότητα ή αδυναμία φωνής («ἀλλ ἐπειδή ἐστιν ἕτερον τὸ βαρὺ καὶ τὸ ὀξὺ ἐν φωνῇ, μεγαλοφωνίας καὶ μικροφωνίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μικροφωνίας — μικροφωνίᾱς , μικροφωνία weakness of voice fem acc pl μικροφωνίᾱς , μικροφωνία weakness of voice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφωνίαν — μικροφωνίᾱν , μικροφωνία weakness of voice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)